αναδίνω

αναδίνω
αναδίνω βλ. πίν. 131 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) και πρβλ. αναδίδω

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναδινώ — ἀναδινῶ ( έω και εύω) (Α) περιδινούμαι, περιστρέφομαι, γυρίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δινῶ, δινεύω] …   Dictionary of Greek

  • αναδίνω — βλ. αναδίδω …   Dictionary of Greek

  • αναδίνω — ανάδωσα 1. βγάζω προς τα πάνω καπνό, οσμή, άχνη: Ο βόθρος αναδίνει δυσάρεστη οσμή. 2. παράγω, βγάζω: Τα δέντρα αναδίνουν το καλοκαίρι καρπούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναξερνώ — ( άω) 1. κάνω εμετό, ξερνώ 2. αναδίνω (νερό, υγρασία κ.λπ.) 3. αναδίνω χρώμα, ξεβάφω 4. (για ύφασμα) εμφανίζω, παρουσιάζω και πάλι κηλίδα που φαινόταν να έχει καθαρίσει …   Dictionary of Greek

  • αναμύω — (Α ἀναμύω) μσν. νεοελλ. ανοίγω τα μάτια μου, αναβλέπω νεοελλ. αναδίνω βλαστούς, φυτρώνω, βλαστάνω αρχ. ανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + μύω «είμαι κλειστός, κλείνω» (για τα μάτια, για το στόμα κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • αναπέμπω — (Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω) 1. στέλνω προς τα επάνω 2. εκπέμπω, αναδίνω 3. απλώς στέλνω (Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό νεοελλ. βγάζω φωνή, εκστομίζω μσν. (στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω αρχ. Ι. ενεργ. 1. στέλνω προς …   Dictionary of Greek

  • αναπίνω — (Α ἀναπίνω) πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ νεοελλ. 1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ 2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία αρχ. απορροφώ εκ νέου …   Dictionary of Greek

  • αναπνέω — (Α ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω 1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω 2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστά βρίσκομαι στη ζωή, ζω 4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι 5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αναπυτίζω — ἀναπυτίζω (Α) αναβλύζω, αναδίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυτίζω «φτύνω νερό». ΠΑΡ. αναπυτισμός] …   Dictionary of Greek

  • αποπέμπω — (AM ἀποπέμπω) [πέμπω] νεοελλ. 1. απομακρύνω, διώχνω 2. δίνω διαζύγιο, χωρίζω αρχ. μσν. στέλνω πίσω μσν. 1. εκσφενδονίζω, ρίχνω 2. (για προσευχή) αναπέμπτω, στέλνω 3. (για οσμή) αναδίνω αρχ. 1. χωρίζω, απολύω, ξεφορτώνομαι 2. φέρνω στο φως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”